- ἁλιευτικοῦ
- ἁλιευτικόςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ντρίφτερ — το άκλ. ναυτ. τύπος αλιευτικού, παλαιότερα ιστιοφόρου και σήμερα μηχανοκίνητου, πλοίου που χρησιμοποιείται κυρίως για την αλιεία τής ρέγκας σε ανοιχτές θάλασσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. drifter «είδος αλιευτικού πλοίου»] … Dictionary of Greek
παλίγκυρτος — παλίγκυρτος, ὁ (Α) είδος αλιευτικού καλαθιού, ο κιούρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κύρτος «είδος αλιευτικού καλαθιού»] … Dictionary of Greek
βιαρετζίνα — η τύπος αλιευτικού σκάφους, του οποίου τα πανιά μοιάζουν με της μπρατσέρας και το σκαρί με της ανεμότρατας. [ΕΤΥΜΟΛ. < Βιαρέτζιο (Viareggio), πόλη και λιμάνι της Ιταλίας στη Λιγυρική θάλασσα] … Dictionary of Greek
διχτυάρης — ρα και ρικη, ρικο 1. ιδιοκτήτης αλιευτικού πλοίου με δίχτυα 2. το αρσ. ως ουσ. ο διχτυάρης ψαράς έμπειρος να ρίχνει τα δίχτυα στους κατάλληλους τόπους 3. το θηλ. ως ουσ. η διχτυάρα και άρικη αλιευτικό πλοίο ανοιχτής θάλασσας 4. το ουδ. ως ουσ. το … Dictionary of Greek
ζίκα — η είδος αλιευτικού εργαλείου … Dictionary of Greek
κάλυμμα — το (AM κάλυμμα) [καλύπτω] 1. σκέπασμα («κάλυμμα κρεβατιού, επίπλου» κ.λπ.) 2. σκέπασμα τού κεφαλιού, καπέλο, σκούφος 3. καθετί που περιβάλλει ή καλύπτει κάτι σαν σκέπασμα («το βαρύ κάλυμμα αθλίας νυκτός», Κάλβ.) νεοελλ. 1. (οικον.) το απόθεμα σε… … Dictionary of Greek
λαμπαδόρος — ο αυτός που χειρίζεται τη μεγάλης φωτιστικής ισχύος λυχνία λέμβου αλιευτικού συγκροτήματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάμπα + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. λουστρα δόρος, τρακα δόρος] … Dictionary of Greek
μπισκαγιέν — το ναυτ. τύπος αλιευτικού πλοίου με δύο κατάρτια και τετράγωνα πανιά, που χρησιμοποιείται κυρίως στον Βισκαϊκό Κόλπο για την αλιεία τής αντζούγιας και τής σαρδέλας … Dictionary of Greek
πεζόβολος — ο, και πεζόβολο και μπεζόβολο, το (αλιευτ.) είδος αλιευτικού διχτιού που έχει μορφή κώνου και χρησιμοποιείται κυρίως στα ρηχά νερά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πέζα «αλιευτικό δίχτυ» + βόλος (< βάλλω)] … Dictionary of Greek
περιαγής — ές, Α [περιάγνυμι] 1. ο σπασμένος σε κομμάτια 2. στρογγυλός («τὸ μὲν σχῆμα περιαγὲς ὡς ἁλιευτικού κύρτου», Πλούτ.) 3. κυρτός («κατόπτροις ἐπιπέδοις τε καὶ κοίλοις καὶ περιαγέσι», Πλούτ.) 4. ο κεκαμμένος, σε αντιδιαστολή προς τον ευθύ … Dictionary of Greek